Μια νέα αμερικανική μελέτη προκαλεί ανησυχία στον ιατρικό κόσμο, αποκαλύπτοντας ότι η υπερβολική χρήση της αξονικής τομογραφίας (CT) στις ΗΠΑ ενδέχεται να ευθύνεται για έως και το 5% των νέων διαγνώσεων καρκίνου κάθε χρόνο. Η τεχνολογία που κάποτε θεωρήθηκε επαναστατική για την ιατρική διάγνωση, φαίνεται τώρα πως κρύβει και έναν αόρατο κίνδυνο: την αυξανόμενη έκθεση του πληθυσμού σε ιονίζουσα ακτινοβολία.
Σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF), η χρήση αξονικών τομογραφιών έχει αυξηθεί κατά 30% από το 2007, με 93 εκατομμύρια εξετάσεις μόνο για το 2023 στις ΗΠΑ. Με τη βοήθεια στατιστικής μοντελοποίησης, εκτίμησαν ότι αυτή η έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερα από 100.000 νέα περιστατικά καρκίνου σε βάθος χρόνου.
Η επικεφαλής της μελέτης, Dr. Rebecca Smith-Bindman, καθηγήτρια επιδημιολογίας και ακτινολογίας στο UCSF, προειδοποιεί: «Η αξονική τομογραφία μπορεί να σώσει ζωές, αλλά οι πιθανοί κίνδυνοι συχνά αγνοούνται». Τονίζει πως η κατάχρηση και η χορήγηση υπερβολικών δόσεων ακτινοβολίας πρέπει να μειωθούν για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Οι ερευνητές αναφέρουν πως ο κίνδυνος καρκίνου ανά εξέταση μεταφράζεται σε 0,1% αύξηση του κινδύνου κατά τη διάρκεια ζωής του ασθενούς – φαινομενικά μικρό ποσοστό. Ωστόσο, δεδομένου ότι η γενική πιθανότητα καρκίνου στον πληθυσμό φτάνει το 50%, ακόμα και μια μικρή πρόσθετη επιβάρυνση έχει σημασία.
Ο καθηγητής Stephen Duffy από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, διευκρινίζει:
Το μοντέλο δεν αποδεικνύει αιτιώδη συνάφεια, αλλά αναδεικνύει την ανησυχία για υπερβολική έκθεση σε ακτινοβολία, ειδικά όταν οι εξετάσεις δεν είναι απολύτως απαραίτητες.
Οι ειδικοί τονίζουν με έμφαση ότι η μελέτη δεν υποδεικνύει την αποφυγή των αξονικών τομογραφιών. Η τεχνολογία παραμένει αναντικατάστατη σε πολλές περιπτώσεις για τη διάγνωση σοβαρών παθήσεων, την πρόληψη επιπλοκών και την καθοδήγηση θεραπείας. Ωστόσο, η έρευνα αναδεικνύει την ανάγκη εξορθολογισμού της χρήσης: λιγότερες επαναλήψεις, χαμηλότερες δόσεις, και όπου είναι δυνατόν, προτίμηση σε τεχνικές όπως η μαγνητική τομογραφία (MRI) ή ο υπέρηχος, που δεν χρησιμοποιούν ιονίζουσα ακτινοβολία.
Η Doreen Lau, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Brunel του Λονδίνου, σημειώνει ότι ο κίνδυνος αυξάνεται ιδιαίτερα όταν οι CT εξετάσεις γίνονται σε νεότερους ασθενείς ή επαναλαμβάνονται συχνά χωρίς ιατρική αναγκαιότητα.
Η μελέτη έφερε στο φως και τις διαφορές μεταξύ των συστημάτων υγείας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι αξονικές εξετάσεις ρυθμίζονται βάσει της νομοθεσίας Ionising Radiation (Medical Exposure) Regulations, που επιβάλλει τη χρήση της αρχής ALARA/ALARP (As Low As Reasonably Achievable/Practicable). Δηλαδή, η ακτινοβολία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερη, και οι ακτινολογικές εξετάσεις να είναι απόλυτα αιτιολογημένες.
Ο Dr. Giles Roditi, ακτινολόγος στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, επισημαίνει:
Στις ΗΠΑ, οι γιατροί συχνά παραγγέλνουν εξετάσεις που εκτελούνται σχεδόν αυτοματοποιημένα, χωρίς διαλόγους ή ενστάσεις από τα τμήματα ακτινολογίας. Το οικονομικό σύστημα ενθαρρύνει την επανάληψη εξετάσεων ακόμη και όταν υπάρχουν διαθέσιμες προηγούμενες.
Η Lynda Johnson, εκπρόσωπος του Συλλόγου Ακτινογράφων του Ηνωμένου Βασιλείου, σημειώνει ότι η αξιοπιστία και η ασφάλεια των αξονικών εξετάσεων εξαρτώνται από την επαγγελματική επάρκεια των τεχνολόγων, την ποιότητα των παραπεμπτικών και τη συμμόρφωση με τα πρότυπα ασφαλούς έκθεσης.
Τέλος, ο καθηγητής Richard Wakeford από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, προειδοποιεί:
Το επίπεδο κινδύνου από χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις κλινικές αποφάσεις, αλλά δεν πρέπει να μας οδηγεί σε φόβο που θα αποτρέπει τους ασθενείς από μια εν δυνάμει σωτήρια εξέταση.
Η αξονική τομογραφία αποτελεί πολύτιμο εργαλείο διάγνωσης, αλλά η κατάχρησή της εγκυμονεί κινδύνους που μέχρι πρόσφατα είχαν υποτιμηθεί. Η πρόκληση για τα συστήματα υγείας είναι να διασφαλίσουν ότι οι εξετάσεις πραγματοποιούνται μόνο όταν είναι απαραίτητες, με τη χαμηλότερη δυνατή ακτινοβολία, και προηγείται σωστή ενημέρωση του ασθενούς.
[via]