Σε μια απόφαση που ενδέχεται να καθορίσει το μέλλον της τεχνολογικής ρύθμισης στις ΗΠΑ, η Meta βγήκε νικήτρια από μια αντιμονοπωλιακή μάχη που διήρκεσε σχεδόν πέντε χρόνια και απειλούσε να την «σπάσει» σε μικρότερες αυτόνομες εταιρείες για κάθε προϊόν της. Ο ομοσπονδιακός δικαστής James Boasberg απέρριψε την υπόθεση που είχε καταθέσει η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FTC), κρίνοντας πως η υπηρεσία δεν απέδειξε ότι η εταιρεία εξακολουθεί να κατέχει μονοπωλιακή δύναμη στην κοινωνική δικτύωση.
Η υπόθεση κατά της Meta – τότε Facebook – είχε ξεκινήσει το 2020, όταν η κυβέρνηση του Donald Trump υποστήριξε ότι οι εξαγορές των Instagram και WhatsApp είχαν στραγγαλίσει τον ανταγωνισμό. Η λογική του FTC ήταν ότι μια εταιρεία που απορροφά τους ανερχόμενους αντιπάλους της περιορίζει την καινοτομία, μειώνει τις επιλογές και πλήττει τους χρήστες. Από την πλευρά της, η Meta υποστήριξε ότι οι δύο υπηρεσίες έφτασαν στο επίπεδο του δισεκατομμυρίου χρηστών χάρη στην επένδυση και τις υποδομές της, ενώ η αλματώδης άνοδος του TikTok αποδεικνύει πως ουδέποτε ασκούσε ανεξέλεγκτη ισχύ.
Η ετυμηγορία κρίνει πως ό,τι κι αν συνέβαινε στο παρελθόν, η FTC δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η Meta διατηρεί σήμερα μονοπωλιακή θέση. Ο Boasberg σημείωσε ότι η αγορά έχει αλλάξει ριζικά, με πλατφόρμες όπως TikTok και YouTube να αποτελούν πλέον ισότιμους και συχνά ισχυρότερους παίκτες στο οικοσύστημα της κοινωνικής δικτύωσης.
Η απόφαση αυτή είναι κρίσιμη. Αν η FTC είχε επικρατήσει, η Meta θα μπορούσε να αναγκαστεί να αποσχίσει τόσο το Instagram όσο και το WhatsApp, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές προηγούμενο για την αμερικανική τεχνολογική βιομηχανία. Αντί αυτού, η εταιρεία όχι μόνο διατηρεί τον έλεγχο της στις δύο πιο επιτυχημένες εξαγορές της, αλλά εξέρχεται από τη δίκη με ενισχυμένο επιχείρημα περί ισχυρού ανταγωνισμού.
Από την πλευρά της FTC, η απογοήτευση είναι εμφανής. Ο διευθυντής δημοσίων σχέσεων Joe Simonson δήλωσε πως η υπηρεσία είναι βαθιά απογοητευμένη και κατηγόρησε εμμέσως τον δικαστή πως υπήρχε προκατάληψη εις βάρος τους. Αν και υπάρχει η δυνατότητα έφεσης, δεν είναι σαφές αν η υπηρεσία σκοπεύει να τη διεκδικήσει.
Η Meta, όπως ήταν αναμενόμενο, πανηγύρισε την απόφαση. Εκπρόσωπός της ανέφερε πως το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι η εταιρεία λειτουργεί σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον και ότι τα προϊόντα της συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη και την τεχνολογική καινοτομία στις ΗΠΑ. Η εταιρεία δήλωσε επίσης ότι ανυπομονεί να συνεχίσει τη συνεργασία της με την κυβέρνηση για την προώθηση της αμερικανικής ψηφιακής οικονομίας.
Το βάθος του ανταγωνισμού ήταν άλλωστε ένα από τα βασικά σημεία της υπερασπιστικής γραμμής της Meta. Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης δίκης, εμφανίστηκαν να καταθέτουν προσωπικότητες όπως οι Adam Mosseri, Sheryl Sandberg, Kevin Systrom και φυσικά ο Mark Zuckerberg. Ο Zuckerberg μάλιστα περιέγραψε την πίεση που δέχθηκε η εταιρεία από το TikTok, σημειώνοντας ότι η ανάπτυξη της Meta επιβραδύνθηκε σημαντικά όσο η κινέζικη πλατφόρμα κατακτούσε το νεότερο κοινό.
Οι καταθέσεις αυτές φαίνεται να έπαιξαν ρόλο στη στάση του Boasberg. Παρά τις προσπάθειες του FTC να ορίσει την αγορά ως μια στενή κατηγορία εφαρμογών personal social networking, από την οποία θα αποκλείονταν το TikTok και το YouTube, ο δικαστής έκρινε πως αυτή η διάκριση δεν αντικατοπτρίζει την τρέχουσα πραγματικότητα. Αντίθετα, τόνισε ότι οι δύο πλατφόρμες αποτελούν κεντρικά σημεία αλληλεπίδρασης και ανταγωνισμού με τη Meta, και μόνο η ύπαρξη του TikTok αρκεί για να καταρρίψει τον ισχυρισμό περί μονοπωλίου.
Η υπόθεση αυτή θα παραμείνει αντικείμενο συζήτησης για καιρό, όχι μόνο για την κατάληξή της αλλά και για όσα αποκαλύπτει σχετικά με το πώς οι ρυθμιστικές αρχές αντιμετωπίζουν πλέον την κοινωνική δικτύωση.
Για τη Meta, πάντως, η απόφαση αποτελεί μια ιστορική ανάσα. Η εταιρεία εξακολουθεί να δέχεται πιέσεις σε πολλαπλά μέτωπα – από ζητήματα ιδιωτικότητας μέχρι τη ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης – όμως ο μεγαλύτερος νομικός κίνδυνος που αντιμετώπισε ποτέ έχει πλέον αποφευχθεί.