Μια νέα επιστημονική μελέτη στις ΗΠΑ φέρνει στο φως ένα ανησυχητικό εύρημα: σχεδόν 100 χημικές ουσίες ανιχνεύθηκαν στα ούρα νηπίων ηλικίας από δύο έως τεσσάρων ετών. Τα αποτελέσματα προβληματίζουν την επιστημονική κοινότητα, καθώς η πρώιμη παιδική ηλικία είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και του σώματος.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία μεταξύ διαφόρων αμερικανικών πανεπιστημίων, στο πλαίσιο του προγράμματος Environmental influences on Child Health Outcomes (ECHO), που υποστηρίζεται από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (NIH). Συνολικά, εξετάστηκαν δείγματα ούρων από 201 παιδιά που προέρχονταν από τέσσερις πολιτείες, Καλιφόρνια, Τζόρτζια, Νέα Υόρκη και Ουάσινγκτον.
Οι ερευνητές αναζήτησαν την παρουσία 111 διαφορετικών χημικών ουσιών. Από αυτές, 96 εντοπίστηκαν τουλάχιστον σε πέντε παιδιά, 48 εμφανίστηκαν σε περισσότερους από τους μισούς συμμετέχοντες, ενώ 34 ανιχνεύθηκαν σε πάνω από το 90% των παιδιών. Ανάμεσά τους υπήρχαν και εννέα ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στις εθνικές επιδημιολογικές μελέτες υγείας των ΗΠΑ, όπως η NHANES.
«Η έκθεση των παιδιών σε δυνητικά επιβλαβείς χημικές ουσίες είναι εκτεταμένη και αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεδομένου ότι η πρώιμη παιδική ηλικία αποτελεί καθοριστικό στάδιο για τη σωματική και νευρολογική ανάπτυξη», δήλωσε η Deborah H. Bennett, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και καθηγήτρια στο UC Davis.
Οι ουσίες που εξετάστηκαν περιλαμβάνουν κοινές χημικές ενώσεις που βρίσκονται σε προϊόντα καθημερινής χρήσης: φθαλικούς εστέρες και εναλλακτικά πλαστικοποιητικά (που εντοπίζονται σε παιχνίδια, συσκευασίες τροφίμων και προϊόντα προσωπικής φροντίδας), παραβένες (σε καλλυντικά, λοσιόν και σαμπουάν), δισφαινόλες (σε πλαστικά δοχεία και θερμικές αποδείξεις), βενζοφαινόνες (σε αντηλιακά και προϊόντα περιποίησης), εντομοκτόνα, φλογοεπιβραδυντικά, πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (που παράγονται κατά την καύση καυσίμων ή το ψήσιμο φαγητού) και βακτηριοκτόνα σε αντιβακτηριδιακά σαπούνια.
Τα παιδιά εκτίθενται σε αυτές τις χημικές ουσίες μέσω συνηθισμένων δραστηριοτήτων, όπως η κατανάλωση τροφής, η αναπνοή, η επαφή με αντικείμενα και επιφάνειες, αλλά και μέσω του παιχνιδιού στο πάτωμα. Η συχνή επαφή των χεριών με το στόμα και το μικρότερο σωματικό βάρος σε σχέση με την ποσότητα των ουσιών τα καθιστούν ακόμη πιο ευάλωτα.
Πέρα από την ευρεία παρουσία αυτών των ουσιών, η μελέτη ανέδειξε ορισμένες ενδιαφέρουσες τάσεις και ανισότητες. Τα επίπεδα ορισμένων ουσιών, όπως triclosan, παραβένες, PAHs και πολλοί φθαλικοί εστέρες, παρουσίασαν μείωση την περίοδο συλλογής των δειγμάτων (2010–2021). Ωστόσο, νέες ουσίες —όπως το DINCH, τα εντομοκτόνα τύπου νεονικοτινοειδών και πυρεθροειδών, αλλά και το ζιζανιοκτόνο 2,4-D— εμφανίζουν αυξητικές τάσεις.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα πρωτότοκα παιδιά είχαν χαμηλότερα επίπεδα χημικών σε σχέση με τα αδέλφια τους. Επιπλέον, τα μικρότερα παιδιά (ηλικίας 2 ετών) παρουσίασαν συχνότερα αυξημένες συγκεντρώσεις σε σχέση με τα παιδιά ηλικίας 3 ή 4 ετών. Σημαντικές διαφορές διαπιστώθηκαν και μεταξύ εθνοτικών και φυλετικών ομάδων: τα παιδιά από μειονοτικές κοινότητες εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα παραβενών, φθαλικών εστέρων και PAHs.
Ένα ιδιαίτερο στοιχείο της μελέτης είναι ότι για τα περισσότερα από τα παιδιά, οι μητέρες είχαν δώσει δείγματα ούρων κατά την εγκυμοσύνη. Αυτό επέτρεψε τη σύγκριση μεταξύ των εκθέσεων πριν και μετά τη γέννηση. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα παιδιά εμφάνισαν υψηλότερες συγκεντρώσεις σε συγκεκριμένες ουσίες σε σχέση με τις μητέρες τους κατά την κύηση. Μεταξύ αυτών ήταν δύο τύποι φθαλικών εστέρων, η δισφαινόλη S (BPS, συχνά χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της BPA) και δείκτες φυτοφαρμάκων όπως τα 3-PBA και trans-DCCA.
Η ανάγκη για ενίσχυση της επιτήρησης και ρύθμισης αυτών των χημικών ουσιών καθίσταται επιτακτική. Όπως τονίζει η Jiwon Oh, πρώτη συγγραφέας της μελέτης και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο UC Davis, η έκθεση σε ορισμένες χημικές ουσίες έχει συσχετιστεί με καθυστερήσεις στην ανάπτυξη, διαταραχές των ορμονών και μακροχρόνια προβλήματα υγείας. Η ίδια υπογραμμίζει την ανάγκη για ευρύτερες δράσεις βιοπαρακολούθησης και αυστηρότερη νομοθεσία ώστε να προστατευθούν τα παιδιά από επικίνδυνες εκθέσεις.
Παρότι δεν είναι ρεαλιστικό να εξαλειφθεί πλήρως η επαφή με χημικές ουσίες, υπάρχουν πρακτικά μέτρα που μπορούν να μειώσουν την έκθεση των παιδιών. Η επιλογή προϊόντων χωρίς φθαλικούς εστέρες, παραβένες και τεχνητά αρώματα, η αποφυγή πλαστικών με σήμανση #3, #6 και #7, το συχνό πλύσιμο των χεριών, ο καλός αερισμός των εσωτερικών χώρων, η χρήση φίλτρων HEPA και ο σχολαστικός καθαρισμός του σπιτιού μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στη μείωση των επιβλαβών επιδράσεων.
[via]