Στον απόηχο αυξανόμενης ανησυχίας για την ασφάλεια των καταναλωτών στο διαδίκτυο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε στο μικροσκόπιο το AliExpress, μία από τις μεγαλύτερες πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου παγκοσμίως, η οποία ανήκει στον κινεζικό κολοσσό Alibaba. Η πλατφόρμα, που δραστηριοποιείται έντονα και εντός της ευρωπαϊκής αγοράς, καλείται πλέον να συμμορφωθεί με σειρά αυστηρών δεσμεύσεων στο πλαίσιο του Digital Services Act - DSA.
Η πρώτη σημαντική ενέργεια της Κομισιόν ήταν να αποσπάσει από την εταιρεία νομικά δεσμευτικές υποσχέσεις για την ενίσχυση της διαφάνειας και την αναθεώρηση κρίσιμων λειτουργιών της πλατφόρμας, όπως τα συστήματα προώθησης περιεχομένου και οι διαφημιστικοί μηχανισμοί. Παράλληλα, η Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα προκαταρκτικά πορίσματα, σύμφωνα με τα οποία το AliExpress φέρεται να έχει παραβιάσει θεμελιώδεις υποχρεώσεις του κανονισμού, επιτρέποντας τη διάδοση παράνομων προϊόντων. Αν οι παραβιάσεις αυτές επιβεβαιωθούν, η πλατφόρμα κινδυνεύει με πρόστιμα και υποχρέωση άμεσης συμμόρφωσης.
Σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τις κυρώσεις και να επαναφέρει την εμπιστοσύνη των χρηστών, το AliExpress υποσχέθηκε να εντείνει τους ελέγχους για παράνομα προϊόντα, όπως μη εγκεκριμένα φαρμακευτικά σκευάσματα, αμφιλεγόμενα συμπληρώματα διατροφής και ακατάλληλο περιεχόμενο που διακινείται μέσω κρυφών συνδέσμων και συνεργατικών προγραμμάτων (affiliate links). Στο πλαίσιο αυτό, η πλατφόρμα δεσμεύεται να βελτιώσει τον μηχανισμό "ειδοποίησης και δράσης", επιτρέποντας στους χρήστες να αναφέρουν ύποπτα προϊόντα πιο αποτελεσματικά.
Μεταξύ των υποσχέσεων περιλαμβάνονται επίσης η αναβάθμιση του εσωτερικού συστήματος διαχείρισης παραπόνων, η αύξηση της διαφάνειας σε σχέση με το πώς λειτουργούν οι διαφημιστικές προτάσεις, η καλύτερη ιχνηλασιμότητα των εμπόρων που δραστηριοποιούνται στην πλατφόρμα και η παροχή πρόσβασης σε δεδομένα για ακαδημαϊκή έρευνα. Όλα αυτά στοχεύουν στο να καταστήσουν το AliExpress πιο ασφαλές και αξιόπιστο για όλους τους χρήστες, είτε πρόκειται για απλούς επισκέπτες είτε για εγγεγραμμένους καταναλωτές.
Τι βρήκε η Κομισιόν: Ανεπάρκεια πόρων και συστημικές αδυναμίες
Τα προκαταρκτικά πορίσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αποκαλυπτικά: το AliExpress φέρεται να έχει υποτιμήσει τους κινδύνους που συνδέονται με τη διακίνηση παράνομων προϊόντων, αποτυγχάνοντας να διαθέσει επαρκείς πόρους για την εποπτεία και τον έλεγχο του περιεχομένου στην πλατφόρμα. Επιπλέον, η Κομισιόν διαπιστώνει ότι η πολιτική επιβολής κυρώσεων του AliExpress εφαρμόζεται με ασυνέπεια, αφήνοντας παράνομους εμπόρους να συνεχίσουν ανενόχλητα τη δραστηριότητά τους.
Ειδική αναφορά γίνεται και στα συστήματα αυτόματου εντοπισμού προβληματικού περιεχομένου, τα οποία χαρακτηρίζονται από σοβαρές συστημικές αποτυχίες. Αυτό επέτρεψε σε επιτήδειους εμπόρους να δρουν ανενόχλητοι ή ακόμη και να επανεμφανίζονται στην πλατφόρμα, παρά τις παραβάσεις.
Το AliExpress έχει χαρακτηριστεί από την ΕΕ ως “Very Large Online Platform” (VLOP), δηλαδή μία από τις πολύ μεγάλες πλατφόρμες που υπόκεινται σε αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο. Οι διαπιστωμένες παραβιάσεις θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρές, καθώς πλήττουν την αξιοπιστία του θεσμικού πλαισίου που σκοπεύει να καταστήσει το ψηφιακό περιβάλλον πιο ασφαλές, ισότιμο και διαφανές.
Στο παρόν στάδιο, το AliExpress έχει το δικαίωμα να απαντήσει επίσημα στα ευρήματα της Επιτροπής, να εξετάσει τα σχετικά έγγραφα και να υποβάλει τις δικές του θέσεις εγγράφως. Αν όμως τα ευρήματα επιβεβαιωθούν στην τελική φάση της διαδικασίας, τότε η εταιρεία κινδυνεύει με επιβολή σημαντικών χρηματικών προστίμων αλλά και με την απαίτηση να καταθέσει συγκεκριμένο σχέδιο συμμόρφωσης.
Η υπόθεση αυτή αποτελεί μία από τις πρώτες σημαντικές εφαρμογές του Digital Services Act, του ευρωπαϊκού κανονισμού που φιλοδοξεί να φέρει τάξη στο άναρχο τοπίο των μεγάλων ψηφιακών πλατφορμών. Η έκβαση της υπόθεσης AliExpress θα λειτουργήσει πιθανότατα ως προηγούμενο για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιπτώσεων στο μέλλον.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δηλώνει αποφασισμένη να θέσει σαφή όρια στη δραστηριότητα των τεχνολογικών κολοσσών, ειδικά όταν αυτή θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των καταναλωτών και την εύρυθμη λειτουργία της ψηφιακής αγοράς.
[via]