Ένα νέο επεισόδιο προστίθεται στον συνεχιζόμενο τεχνολογικό και γεωπολιτικό «πόλεμο» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα. Σύμφωνα με πληροφορίες του Financial Times, η Cyberspace Administration of China (CAC), ο κρατικός ρυθμιστικός φορέας του Διαδικτύου, απαγόρευσε σε μεγάλες κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας, όπως οι ByteDance και Alibaba, να αγοράσουν και να χρησιμοποιήσουν το νέο AI chip RTX Pro 6000D της NVIDIA, που είχε σχεδιαστεί ειδικά για την κινεζική αγορά.
Όπως αναφέρεται, οι εταιρείες που είχαν ήδη προχωρήσει σε παραγγελίες έλαβαν οδηγία να τις ακυρώσουν άμεσα και να διακόψουν κάθε σχετική δραστηριότητα δοκιμών. Οι ίδιες, με τη σειρά τους, ενημέρωσαν τους προμηθευτές τους να σταματήσουν όλες τις διαδικασίες που σχετίζονταν με το GPU. Η απαγόρευση αυτή θεωρείται ακόμη πιο αυστηρή από την προηγούμενη «καθοδήγηση» που είχε εκδώσει η CAC σχετικά με τα παλαιότερα H20 chips της εταιρείας.
Η απόφαση δεν άφησε αδιάφορο τον Jensen Huang, CEO της NVIDIA, ο οποίος, σύμφωνα με το BBC, εξέφρασε την απογοήτευσή του για την κίνηση των κινεζικών αρχών. Σε δηλώσεις του ανέφερε πως η εταιρεία θα συνεχίσει να στηρίζει τις ΗΠΑ στις προσπάθειές τους να διευθετήσουν τα γεωπολιτικά ζητήματα με την Κίνα, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι η NVIDIA θα χάσει πρόσβαση σε μια τεράστια αγορά.
Παρά τις αρχικές εκτιμήσεις ότι κινεζικές εταιρείες θα προχωρούσαν σε μαζικές παραγγελίες δεκάδων χιλιάδων chips, τα στοιχεία έδειξαν ότι η ζήτηση για το RTX Pro 6000D παρέμενε υποτονική. Σύμφωνα με πληροφορίες του Reuters, αρκετές εταιρείες αποφάσισαν να μην προχωρήσουν σε παραγγελίες, περιμένοντας πιθανώς την έγκριση για εξαγωγή ενός πιο ισχυρού μοντέλου, του B30A, από τις αμερικανικές αρχές.
Ένας ακόμη λόγος πίσω από την απαγόρευση φαίνεται να είναι η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση των κινεζικών ρυθμιστικών αρχών για τις δυνατότητες της εγχώριας βιομηχανίας chips. Όπως αναφέρει το Times, οι αρχές εκτιμούν ότι τα κινεζικά AI chips όχι μόνο έχουν φτάσει σε επίπεδο αντίστοιχο με αυτά της NVIDIA, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις το έχουν και ξεπεράσει. Δεν είναι τυχαίο ότι κάλεσαν εταιρείες όπως οι Huawei και Baidu να καταθέσουν αναλυτικές αναφορές που συγκρίνουν τις δικές τους λύσεις με εκείνες της αμερικανικής εταιρείας.
Η απαγόρευση έρχεται σε συνέχεια των περιορισμών που είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ τον περασμένο Απρίλιο στις εξαγωγές των H20 AI chips, με το επιχείρημα ότι η Κίνα θα μπορούσε να τα αξιοποιήσει για στρατιωτική ανάπτυξη. Παρότι τον Ιούλιο οι αμερικανικές αρχές χαλάρωσαν τους κανόνες, επιτρέποντας ξανά τις εξαγωγές με αντάλλαγμα το 15% των πωλήσεων, η κινεζική πλευρά δεν έδειξε διάθεση να υποδεχθεί θερμά την επιστροφή της NVIDIA. Μάλιστα, οι ρυθμιστικές αρχές εξέδωσαν τότε «καθοδήγηση» που αποθάρρυνε τις εταιρείες από το να αγοράσουν τα H20, θεωρώντας προσβλητικές δηλώσεις που είχαν γίνει από τον Αμερικανό υπουργό Εμπορίου Howard Lutnick.
Η νέα απαγόρευση ακολουθεί χρονικά και άλλη μια αρνητική εξέλιξη για τη NVIDIA. Η State Administration for Market Regulation της Κίνας κατηγόρησε πρόσφατα την εταιρεία ότι παραβίασε τους αντιμονοπωλιακούς νόμους της χώρας κατά την εξαγορά της Mellanox, ενός σημαντικού κατασκευαστή chips. Οι κινεζικές αρχές ισχυρίζονται ότι η NVIDIA δεν τήρησε τους όρους της συμφωνίας, οι οποίοι προέβλεπαν συνεχή παροχή προϊόντων στην Κίνα και συμμόρφωση με «δίκαιες, λογικές και μη-διακριτικές πρακτικές».
Η απόφαση της Κίνας να μπλοκάρει την είσοδο του RTX Pro 6000D δείχνει ξεκάθαρα την πρόθεσή της να μειώσει την εξάρτηση από αμερικανική τεχνολογία και να στηρίξει τις εγχώριες εταιρείες. Παράλληλα, αποτελεί απάντηση στις πιέσεις που ασκούν οι ΗΠΑ μέσω περιορισμών και ελέγχων εξαγωγών. Το αποτέλεσμα είναι μια κλιμακούμενη τεχνολογική αντιπαράθεση με παγκόσμιες συνέπειες, καθώς η αγορά των AI chips αποτελεί κρίσιμο πεδίο ανταγωνισμού για την επόμενη δεκαετία.
Για τη NVIDIA, η απώλεια της κινεζικής αγοράς θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντικό πλήγμα, καθώς η χώρα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους καταναλωτές υπολογιστικής ισχύος για τεχνητή νοημοσύνη. Αν και ο Jensen Huang προσπαθεί να δείξει ψυχραιμία, η πραγματικότητα είναι ότι η εταιρεία κινδυνεύει να χάσει έσοδα δισεκατομμυρίων δολαρίων, την ώρα που οι κινεζικοί ανταγωνιστές ενισχύουν συνεχώς τη θέση τους.
[via]