Η παγκόσμια ρύπανση από τα πλστικά έχει πια ξεφύγει από τις θάλασσες και τις ακτές, εισχωρώντας στο πιο απρόσμενο σημείο του ανθρώπινου σώματος: τα οστά. Ερευνητές από τη Βραζιλία και το διεθνές δίκτυο επιστημόνων που συνεργάζονται με το Fundação de Amparo à Pesquisa do Estado de São Paulo αποκάλυψαν ότι μικροπλαστικά εντοπίζονται πλέον όχι μόνο στο αίμα, τον εγκέφαλο ή τον πλακούντα, αλλά και βαθιά μέσα στον σκελετό μας. Τα ευρήματα αυτά προκαλούν ανησυχία, καθώς σχετίζονται με επιτάχυνση της γήρανσης των κυττάρων και με αυξημένο κίνδυνο για παθήσεις όπως η οστεοπόρωση.
Η παραγωγή περισσότερων από 400 εκατομμυρίων τόνων πλαστικού ετησίως έχει μολύνει σχεδόν κάθε γωνιά του πλανήτη – από τις παραλίες μέχρι τα πιο βαθιά σημεία των ωκεανών, σε βάθη που φτάνουν τα 11.000 μέτρα. Εκτός από τις καταστροφικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, η πλαστική παραγωγή ευθύνεται για περίπου 1,8 δισεκατομμύρια τόνους εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κάθε χρόνο. Όμως η ζημιά δεν περιορίζεται στο περιβάλλον. Ο σύγχρονος άνθρωπος έρχεται καθημερινά σε επαφή με μικροπλαστικά μέσω του αέρα, του νερού, των τροφών, ακόμη και μέσω της απλής επαφής με πλαστικά αντικείμενα στο σπίτι ή στον χώρο εργασίας.
Αυτός ο συνεχής βομβαρδισμός σημαίνει ότι μικροπλαστικά έχουν βρεθεί σε ζωτικά συστήματα του οργανισμού: στο αίμα, στον εγκέφαλο, στο μητρικό γάλα, στον πλακούντα, και πλέον και στα οστά.
Σύμφωνα με μια εκτενή μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Osteoporosis International, μικροπλαστικά μπορούν να επηρεάσουν την υγεία των οστών με πολλαπλούς τρόπους. Ένα από τα πιο ανησυχητικά ευρήματα είναι ότι αυτά τα σωματίδια αλλοιώνουν τη λειτουργία των βλαστοκυττάρων του μυελού των οστών, προωθώντας τον σχηματισμό οστεοκλαστών – κυττάρων που αποδομούν τον οστικό ιστό μέσω της διαδικασίας της οστικής απορρόφησης.
Όπως εξηγεί ο Rodrigo Bueno de Oliveira, επικεφαλής του Εργαστηρίου Μεταλλικών και Οστικών Μελετών στη Νεφρολογία (LEMON) της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Campinas, τα πειράματα έχουν δείξει ότι τα μικροπλαστικά μειώνουν τη βιωσιμότητα των οστικών κυττάρων, επιταχύνουν τη γήρανσή τους, αλλοιώνουν τη διαφοροποίηση και προκαλούν φλεγμονή.
Μελέτες σε ζώα έχουν ήδη καταδείξει ότι η πρόωρη γήρανση των οστεοκλαστών αποδυναμώνει τη μικροδομή των οστών, οδηγώντας σε δυσπλασίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε διακοπή της σκελετικής ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αδύναμα, παραμορφωμένα οστά και παθολογικά κατάγματα.
Αν και η πλήρης κατανόηση των επιπτώσεων των μικροπλαστικών στην οστική μηχανική βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, τα υπάρχοντα δεδομένα δείχνουν ότι η παρουσία τους στο αίμα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανθεκτικότητα και τον μεταβολισμό των οστών. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι οι επιστήμονες εντόπισαν τα σωματίδια αυτά βαθιά μέσα στον μυελό, κάτι που σημαίνει ότι μπορούν να επηρεάσουν άμεσα τον σχηματισμό και την ανανέωση του οστικού ιστού.
Γι’ αυτό, η ερευνητική ομάδα του Oliveira ξεκινά ένα νέο πρόγραμμα μελέτης που θα διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στην έκθεση σε μικροπλαστικά και στην επιδείνωση μεταβολικών παθήσεων των οστών. Χρησιμοποιώντας ζωικά μοντέλα, θα εξετάσουν πώς τα μικροπλαστικά επηρεάζουν τη μηχανική αντοχή των μηριαίων οστών σε τρωκτικά.
Η ανησυχία για τη σχέση αυτή εντείνεται από τα στοιχεία του International Osteoporosis Foundation, που προβλέπει αύξηση κατά 32% στα κατάγματα που σχετίζονται με οστεοπόρωση έως το 2050, κυρίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Αν τα μικροπλαστικά αποδειχθεί ότι παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτή την επιδείνωση, τότε θα αποτελούν έναν νέο, περιβαλλοντικό αλλά δυνητικά ελεγχόμενο παράγοντα κινδύνου.
Όπως σημειώνει ο Oliveira, η βελτίωση της ποιότητας ζωής και η μείωση του κινδύνου καταγμάτων είναι βασικές προτεραιότητες της ιατρικής φροντίδας. Η άσκηση, η σωστή διατροφή και οι φαρμακευτικές θεραπείες έχουν αποδεδειγμένα οφέλη. Ωστόσο, παραμένει ένα κενό στη γνώση μας: η επίδραση των μικροπλαστικών στην ανάπτυξη και στην εξέλιξη των οστεομεταβολικών νοσημάτων.
[via]