Μπορεί οι ΗΠΑ να έχουν αυστηροποιήσει δραστικά τους ελέγχους στις εξαγωγές προηγμένων μικροτσίπ προς την Κίνα, ωστόσο σύμφωνα με αποκαλυπτικό ρεπορτάζ των Financial Times, η πραγματικότητα στο έδαφος δείχνει πως οι περιορισμοί δεν είναι αδιαπέραστοι. Σε χρονικό διάστημα μόλις τριών μηνών μετά τη σκλήρυνση των αμερικανικών μέτρων – που επιβλήθηκαν επί διοίκησης Trump – μικροτσίπ τεχνητής νοημοσύνης της NVIDIA αξίας περίπου 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων φέρεται να διοχετεύθηκαν στην κινεζική αγορά μέσω παράνομων διαύλων.
Βασιζόμενο σε συμβόλαια πώλησης, εσωτερικά έγγραφα εταιρειών και μαρτυρίες προσώπων με άμεση γνώση της κατάστασης, το δημοσίευμα περιγράφει ένα δαιδαλώδες και καλά οργανωμένο δίκτυο που περιλαμβάνει μεσάζοντες, ανεξάρτητους παρόχους υπηρεσιών cloud και ολόκληρα racks με έτοιμες μονάδες εξοπλισμού, τα οποία διοχετεύονται στην Κίνα παρακάμπτοντας τις επίσημες διαδικασίες ελέγχου.
Στο επίκεντρο της ζήτησης βρίσκονται τα υπερσύγχρονα chips B200 της NVIDIA, τα οποία θεωρούνται κορυφαία στην αγορά για την εκπαίδευση προηγμένων μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης και χρησιμοποιούνται ευρέως από τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας. Μαζί τους, εξίσου περιζήτητα είναι τα H100 και H200, όλα υπό καθεστώς απαγόρευσης εξαγωγής στην Κίνα από τις ΗΠΑ. Αντιθέτως, το πιο αδύναμο μοντέλο H20 – σχεδιασμένο να συμμορφώνεται με τους εξαγωγικούς περιορισμούς – επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις, αν και και αυτό έχει δεχθεί κατά καιρούς προσωρινές απαγορεύσεις.
Η έρευνα των Financial Times αποκαλύπτει ότι τα παράνομα δίκτυα συχνά χρησιμοποιούν ως ενδιάμεσους σταθμούς χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως η Ταϊλάνδη και η Μαλαισία. Μέσω αυτών των χωρών αποστέλλονται εξοπλισμοί σε κινεζικές επιχειρήσεις, παρακάμπτοντας τις αμερικανικές ρυθμίσεις. Αυτός ο μηχανισμός έχει προσελκύσει την προσοχή των αμερικανικών αρχών, και συγκεκριμένα του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, το οποίο εξετάζει την πιθανότητα επέκτασης των περιορισμών και προς αυτές τις χώρες.
Από την πλευρά της, η NVIDIA δήλωσε πως δεν έχει εντοπίσει «καμία ένδειξη εκτροπής AI chips» προς μη εξουσιοδοτημένους προορισμούς. Η εταιρεία προσθέτει πως η δημιουργία data centers με εξοπλισμό προερχόμενο από λαθρεμπόριο δεν είναι βιώσιμη λύση, ούτε τεχνικά ούτε οικονομικά, καθώς τέτοια συστήματα δεν μπορούν να υποστηριχθούν επαρκώς από τις υπηρεσίες της. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Τα data centers απαιτούν συντήρηση και υποστήριξη, τις οποίες προσφέρουμε μόνο σε εξουσιοδοτημένα προϊόντα NVIDIA».
Παράλληλα, φωτογραφικό υλικό που παρουσιάζει το ρεπορτάζ δείχνει server racks με λογότυπα εταιρειών όπως Supermicro και ASUS να διαφημίζονται στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και οι δύο εταιρείες δηλώνουν άγνοια για το πώς τα προϊόντα τους κατέληξαν στη μαύρη αγορά, ενώ το ρεπορτάζ διευκρινίζει ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για άμεση εμπλοκή τους.
Η ύπαρξη μαύρης αγοράς για τεχνολογία δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Ωστόσο, η ένταση της ζήτησης για προηγμένα chips που απαιτούνται για την ανάπτυξη AI σε συνδυασμό με τους γεωπολιτικούς περιορισμούς έχει δημιουργήσει πρωτοφανείς ευκαιρίες για όσους δραστηριοποιούνται στο παρασκήνιο. Όπως σχολίασε χαρακτηριστικά ένας Κινέζος διανομέας στους Financial Times, «η ιστορία έχει δείξει ότι όταν το κέρδος είναι μεγάλο, πάντα θα βρεθεί ένας τρόπος».
Το ενδιαφέρον για τα κορυφαία chips της NVIDIA στην Κίνα δεν είναι τυχαίο. Η χώρα έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο την ανάπτυξη των δυνατοτήτων της στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και η πρόσβαση σε εξειδικευμένο εξοπλισμό θεωρείται καθοριστικής σημασίας. Οι κυρώσεις των ΗΠΑ, που στοχεύουν στην επιβράδυνση αυτής της εξέλιξης, έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου η παράκαμψη των περιορισμών γίνεται θέμα εθνικής προτεραιότητας για ορισμένες κινεζικές επιχειρήσεις.
Η υπόθεση επαναφέρει στο προσκήνιο το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι τεχνολογικές εταιρείες: από τη μια πλευρά η συμμόρφωση με τις κυβερνητικές πολιτικές, και από την άλλη η εμπορική πίεση από μια παγκόσμια αγορά που δεν περιμένει.
[via]