Πυρηνικά Απόβλητα: Πως θα πρέπει να τα διαχειριστούμε σύμφωνα με το MIT

Πώς μπορεί η ανθρωπότητα να διαχειριστεί κάτι που θα παραμείνει επικίνδυνο για περισσότερα από 15 εκατομμύρια χρόνια; Αυτή είναι η ερώτηση στο επίκεντρο μιας νέας μελέτης του MIT που επιχειρεί να αποτιμήσει με επιστημονική ψυχραιμία αλλά και ρεαλισμό τις στρατηγικές που εφαρμόζουν οι χώρες για τη διαχείριση ενός από τα πιο επίμονα και προβληματικά παραπροϊόντα της πυρηνικής ενέργειας: του ιωδίου-129.

Πρόκειται για ένα ραδιενεργό ισότοπο με εξαιρετικά μεγάλη διάρκεια ζωής, το οποίο τείνει να συσσωρεύεται στον ανθρώπινο θυρεοειδή αδένα, καθιστώντας το μια από τις πιο επικίνδυνες ουσίες που παράγει ο πυρηνικός κύκλος καυσίμου. Η μελέτη του MIT δεν εξετάζει απλώς τα τεχνικά δεδομένα, αλλά αναλύει και τις πολιτικές και ηθικές προεκτάσεις του τρόπου με τον οποίο οι χώρες αποφασίζουν να «συμβιώσουν» με τα απορρίμματα αυτά.

Στις ΗΠΑ, η διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων βασίζεται στη μέθοδο της βαθιάς ταφής σε γεωλογικούς σχηματισμούς. Η φιλοσοφία είναι η πλήρης απομόνωση των ραδιενεργών στοιχείων από τη βιόσφαιρα για χιλιάδες, ακόμα και εκατομμύρια χρόνια. Αντίθετα, η Γαλλία (πρωτοπόρος στην ανακύκλωση πυρηνικών καυσίμων) επιλέγει μια πιο «δυναμική» στρατηγική: απελευθερώνει κάθε χρόνο περίπου 153 κιλά ιωδίου-129 στη θάλασσα, σε ελεγχόμενες συγκεντρώσεις που δεν υπερβαίνουν τα θεσμοθετημένα όρια.

Η λογική πίσω από αυτήν την τακτική είναι η «ελεγχόμενη αραίωση»: η διασπορά μικρών ποσοτήτων ραδιενέργειας σε τεράστιους όγκους νερού, έτσι ώστε η συγκέντρωση να μην είναι επικίνδυνη για τους ζωντανούς οργανισμούς. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: ποια προσέγγιση είναι πραγματικά πιο ασφαλής, και ποια πιο βιώσιμη μακροπρόθεσμα;

Η ομάδα της καθηγήτριας Haruko Wainwright στο MIT συνέκρινε τρία πιθανά σενάρια. Πρώτον, τη μέθοδο της βαθιάς ταφής όπως εφαρμόζεται στις ΗΠΑ. Δεύτερον, το γαλλικό μοντέλο ελεγχόμενης απελευθέρωσης. Και τρίτον, μια ενδιάμεση επιλογή: τη χρήση φίλτρων που δεσμεύουν το ιώδιο-129 πριν αυτό καταλήξει στο περιβάλλον, με μετέπειτα απόθεση σε ρηχά υπόγεια σημεία.

Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι αποκαλυπτικά. Το γαλλικό σύστημα, όπως λειτουργεί σήμερα, αφήνει να διαφύγει έως και το 90% του ισοτόπου στο περιβάλλον. Αντίθετα, η μέθοδος βαθιάς ταφής στις ΗΠΑ εκλύει ποσότητες έως και εκατό εκατομμύρια φορές μικρότερες σε βάθος ενός εκατομμυρίου ετών. Η τρίτη επιλογή, αυτή των φίλτρων, μειώνει αισθητά τις άμεσες εκπομπές, αλλά ενέχει ένα σημαντικό ρίσκο: εάν τα ρηχά αποθέματα υποστούν φθορά ή ατύχημα, η διαρροή θα μπορούσε να είναι σοβαρή και απρόβλεπτη.

Η ομάδα του MIT μέτρησε και τις πραγματικές συγκεντρώσεις ιωδίου-129 στα νερά γύρω από τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας καυσίμων στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι μετρήσεις αποκάλυψαν ίχνη του ισοτόπου στον Ατλαντικό και στη Βόρεια Θάλασσα. Οι ποσότητες αυτές δεν απειλούν άμεσα τη δημόσια υγεία, δείχνουν όμως ότι το στοιχείο παραμένει στο περιβάλλον για πολύ μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα απ’ όσο θα ήθελαν οι ρυθμιστικές αρχές.

Στις ΗΠΑ, αντίθετα, οι συγκεντρώσεις είναι πιο τοπικές, για παράδειγμα κατά μήκος του ποταμού Columbia ή στη Νότια Καρολίνα, αλλά σε ορισμένα σημεία εμφανίζονται υψηλότερες, λόγω του ότι δεν υπάρχει το φαινόμενο της μεγάλης θαλάσσιας αραίωσης.

Η Wainwright ξεκαθαρίζει ότι η έρευνα δεν έχει στόχο να δαιμονοποιήσει την ανακύκλωση των πυρηνικών καυσίμων, μια τεχνολογία που μειώνει την ανάγκη για νέα εξόρυξη ουρανίου. Αντίθετα, επιδιώκει να αναδείξει το πλαίσιο των αναγκαστικών συμβιβασμών που κάθε χώρα καλείται να κάνει μεταξύ ενεργειακής απόδοσης και περιβαλλοντικού κινδύνου.

Όπως σημειώνει η Wainwright, η ιστορία της περιβαλλοντικής πολιτικής φαίνεται να κινείται σταδιακά από τη λογική της «ελεγχόμενης απελευθέρωσης» προς εκείνη της πλήρους απομόνωσης. Όμως, η εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας δεν είναι απαραίτητα η λύση. Εάν αυτό οδηγούσε σε επιστροφή στα ορυκτά καύσιμα ή σε βιομηχανίες με χαμηλότερα περιβαλλοντικά στάνταρ, το συνολικό οικολογικό αποτύπωμα θα μπορούσε να είναι ακόμα χειρότερο.

Η ίδια προτείνει μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση: ενίσχυση των τεχνολογιών φιλτραρίσματος του ιωδίου-129, σχεδιασμό πιο ανθεκτικών αποθετηρίων και συνεχή παρακολούθηση για χιλιάδες χρόνια. Η διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων δεν είναι ζήτημα μιας γενιάς, αλλά μια υπόσχεση ευθύνης που πρέπει να κρατήσει για όλη την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Η μελέτη του MIT δεν δίνει εύκολες απαντήσεις. Αντίθετα, θέτει στο επίκεντρο το ερώτημα της συλλογικής διαχείρισης του κινδύνου. Μπορεί μια κοινωνία να δεσμευτεί για την ασφάλεια των απογόνων της σε κλίμακα εκατομμυρίων ετών; Μπορεί η τεχνολογία να είναι αρκετά σταθερή για να εγγυηθεί αυτή τη συνέχεια;

[source]

Loading