Voyager 1: Το διαστημικό σκάφος ετοιμάζεται να ξαναγράψει την ιστορία

Όταν η NASA εκτόξευσε το Voyager 1 το μακρινό 1977, η αποστολή του φαινόταν σχετικά ταπεινή: να συλλέξει δεδομένα για τα εξωτερικά όρια του Ηλιακού Συστήματος, πέρα από τη ζώνη των αστεροειδών ανάμεσα στον Άρη και τον Δία. Κανείς δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, το ίδιο σκάφος θα ετοιμαζόταν να κατακτήσει ένα ακόμη ιστορικό ορόσημο — να γίνει το πρώτο ανθρώπινο δημιούργημα που θα ταξιδέψει σε απόσταση μιας ολόκληρης «ημέρας φωτός» από τη Γη.

Σύμφωνα με τη NASA, αν όλα εξελιχθούν όπως προβλέπεται, στις 15 Νοεμβρίου 2026 το Voyager 1 θα έχει διανύσει περίπου 16 δισεκατομμύρια μίλια από τον πλανήτη μας — δηλαδή την απόσταση που καλύπτει το φως σε μία ημέρα. Μπορεί να κινείται με μια φαινομενικά «ταπεινή» ταχύτητα 38.000 μιλίων την ώρα, όμως η σταθερή του πορεία μέσα στο διαστρικό σκοτάδι έχει κάνει αυτό το επίτευγμα εφικτό.

Το Voyager 1 εγκατέλειψε επίσημα τα όρια του Ηλιακού Συστήματος τον Αύγουστο του 2012, όταν πέρασε μέσα από τη λεγόμενη ηλιόπαυση, την περιοχή όπου η ηλιακή ακτινοβολία εξασθενεί και αρχίζει ο πραγματικός διαστρικός χώρος. Από τότε, μαζί με το «αδερφάκι» του, το Voyager 2, αποτελούν τους πιο απομακρυσμένους πρεσβευτές της Ανθρωπότητας.

Η σημερινή αποστολή τους, γνωστή ως Voyager Interstellar Mission (VIM), επικεντρώνεται στη μέτρηση μαγνητικών πεδίων, σωματιδίων και κυμάτων πλάσματος στον διαστρικό χώρο, ένα επιστημονικό εγχείρημα που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Αν και η NASA εκτιμά πως τα συστήματά τους δεν θα μπορούν να τροφοδοτούνται με αρκετή ενέργεια για πολύ ακόμη, κάθε νέο byte δεδομένων που επιστρέφει στη Γη αποτελεί υπενθύμιση της αντοχής και του οράματος που κρύβει αυτή η αποστολή.

Το πιο εντυπωσιακό ίσως στοιχείο είναι ότι το Voyager 1 συνεχίζει να λειτουργεί χρησιμοποιώντας τεχνολογία της δεκαετίας του ’70. Οι υπολογιστές του διαθέτουν μνήμη μικρότερη από αυτή ενός σύγχρονου smartwatch, και παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να συλλέγουν και να στέλνουν δεδομένα από δισεκατομμύρια μίλια μακριά. Τα σήματά του χρειάζονται πάνω από 22 ώρες για να φτάσουν στη Γη, αλλά εξακολουθούν να είναι αρκετά δυνατά ώστε οι κεραίες της NASA να τα αναλύουν και να αποκωδικοποιούν επιστημονικά ευρήματα.

Ανάμεσα στα όργανα και τα συστήματα επικοινωνίας του Voyager 1 υπάρχει και κάτι πολύ πιο ανθρώπινο: το περίφημο Golden Record. Πρόκειται για έναν χάλκινο δίσκο επικαλυμμένο με χρυσό, διαμέτρου 12 ιντσών, ο οποίος φέρει επάνω του εικόνες και ήχους από τη Γη, μαζί με οδηγίες για το πώς θα μπορούσε κανείς να τους αναπαράγει.

Τη σύνθεση αυτής της «κοσμικής χρονοκάψουλας» επιμελήθηκε μια επιτροπή υπό τον θρυλικό Carl Sagan του Cornell University. Στον δίσκο περιλαμβάνονται φυσικοί ήχοι όπως ο άνεμος, τα κύματα, οι κεραυνοί, τα πουλιά και οι φάλαινες, καθώς και μουσικά κομμάτια από διάφορους πολιτισμούς και εποχές. Επίσης, ακούγονται χαιρετισμοί σε περισσότερες από 55 γλώσσες, μαζί με γραπτά μηνύματα από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Jimmy Carter και τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Kurt Waldheim.

Η ιδέα ήταν απλή αλλά συγκινητική: αν ποτέ κάποιο εξωγήινο νοήμον ον συναντήσει το Voyager 1, να μπορεί να πάρει μια μικρή γεύση από τον πολιτισμό που το δημιούργησε.

Το Voyager 1 και το Voyager 2 ολοκλήρωσαν την αρχική τους αποστολή το 1989, όταν το δεύτερο πέρασε κοντά από τον Ποσειδώνα. Από τότε, λειτουργούν ουσιαστικά ως «πλωτοί φάροι» της Ανθρωπότητας στο απέραντο σκοτάδι του Γαλαξία. Παρά το γεγονός ότι η ενέργεια από τους ραδιοϊσοτοπικούς τους θερμοηλεκτρικούς γεννήτριες φθίνει, η NASA συνεχίζει να λαμβάνει δεδομένα για τα όρια της ηλιακής επιρροής, κάτι που κανένα άλλο σκάφος δεν έχει επιτύχει.

[source]

Loading