Στη δεκαετία του ’90, η Ιαπωνία είχε καθιερωθεί σχεδόν ως ένα ζωντανό preview του μέλλοντος. Bullet trains, πόλεις πνιγμένες στο νέον, gadget κουλτούρας παντού και μια σταθερή ροή τεχνολογίας που συχνά έμοιαζε να έρχεται από... άλλο πλανήτη. Η εικόνα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο όταν εμφανίστηκαν τα κινητά με κάμερα και τα πρώτα ανθρωπόμορφα ρομπότ στις αρχές των ’00s. Τρεις δεκαετίες μετά, ο μύθος παραμένει, αλλά η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη: η Ιαπωνία έχει ισχυρές βάσεις, όμως έχει χάσει σημαντικό έδαφος στον παγκόσμιο τεχνολογικό χάρτη.
Στους ημιαγωγούς, για παράδειγμα, από το 50% της παγκόσμιας παραγωγής πριν από 40 χρόνια έχει κατρακυλήσει γύρω στο 10% το 2019. Στην τεχνητή νοημοσύνη, η θέση της έπεσε από την τέταρτη στη ένατη μετά το ντεμπούτο του ChatGPT το 2022. Και σύμφωνα με το Global Innovation Index 2025, βρίσκεται πλέον στη 12η θέση, ενώ στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα μόλις στη 31η, σε μεγάλο βαθμό λόγω έλλειψης εξειδικευμένου δυναμικού.
Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν ότι η Ιαπωνία σκοπεύει να μείνει στα μετόπισθεν. Το αντίθετο: δείχνει αποφασισμένη να επανεμφανιστεί στο παγκόσμιο ταμπλό με ένα από τα πιο φιλόδοξα τεχνολογικά project της τελευταίας δεκαετίας.
Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας βρίσκεται ένα εθνικό κβαντικό δίκτυο μήκους 600 χιλιομέτρων. Πρόκειται για μια υποδομή οπτικών ινών που θα συνδέει Tokyo, Nagoya, Osaka και Kobe, με στόχο να αποκτήσει λειτουργικό περιβάλλον δοκιμών έως το 2027. Το έργο θα καθοδηγείται από το National Institute of Information and Communications Technologies, με τη συμμετοχή εταιρειών όπως Toshiba και NEC, αλλά και μεγάλων τηλεπικοινωνιακών παρόχων.
Το δίκτυο θα χρησιμοποιεί μετάδοση κβαντικών κλειδιών μέσω φωτονίων σε ευαίσθητες καταστάσεις που καθιστούν άμεσα ανιχνεύσιμη οποιαδήποτε προσπάθεια υποκλοπής. Με άλλα λόγια, ακόμη και η παραμικρή απόπειρα παρέμβασης θα «σπάει» τη ροή της πληροφορίας, επιτρέποντας την άμεση διαπίστωση επίθεσης.
Αυτό δεν είναι ένα project φτιαγμένο για εντυπωσιασμό. Είναι η απάντηση σε έναν αυξανόμενο κίνδυνο: την έλευση λειτουργικών κβαντικών υπολογιστών με error correction. IBM και Xanadu εκτιμούν ότι αυτοί θα είναι πραγματικότητα πριν από το 2030, πράγμα που σημαίνει ότι τα σημερινά συστήματα κρυπτογράφησης — από RSA μέχρι αλγορίθμους ελλειπτικών καμπυλών — κινδυνεύουν να καταστούν παρωχημένα σε λίγα χρόνια.
Το 2024, ερευνητές του University of Shanghai κατάφεραν να παραβιάσουν SPN encryption μέσω τεχνολογίας της D-Wave, ενώ η Google έχει προειδοποιήσει ότι RSA 2.048-bit μπορεί μελλοντικά να «σπάει» σε λιγότερο από μία εβδομάδα με επαρκείς κβαντικούς πόρους. Γι’ αυτό και το NIST έχει ήδη αρχίσει να δημοσιεύει προδιαγραφές post-quantum cryptography για την προστασία κρίσιμων συστημάτων.
Η Ιαπωνία δεν ξεκινά από το μηδέν στην κβαντική έρευνα, αλλά γνωρίζει ότι το δύσκολο κομμάτι δεν είναι η θεωρία· είναι η κλίμακα. Το να χτίσει κανείς ένα επιδεικτικό δίκτυο είναι εύκολο· το να δημιουργήσει ένα εθνικό σύστημα με σταθερό σήμα, χαμηλές απώλειες και συνεχή διαχείριση ασφαλών κβαντικών κλειδιών είναι άλλο επίπεδο. Θα χρειαστούν ενισχυτές, εξοπλισμός ανά τακτά διαστήματα και ειδικευμένο προσωπικό, παράγοντες που ανεβάζουν σημαντικά το κόστος και τη δυσκολία.
Ωστόσο, αυτές οι προκλήσεις είναι και ευκαιρίες. Η Ιαπωνία θέλει να χτίσει δεξιότητες που θα της επιτρέψουν όχι μόνο να καλύψει το χαμένο έδαφος αλλά και να δημιουργήσει νέα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Ένα πλήρως λειτουργικό, επεκτάσιμο κβαντικό δίκτυο θα αποτελέσει ένα τεράστιο asset, τόσο τεχνολογικά όσο και γεωπολιτικά.
Στο διεθνές τοπίο, η χώρα δεν πρωτοπορεί — αλλά σίγουρα δεν είναι ουραγός. Η Κίνα διαθέτει ήδη επίγειο κβαντικό δίκτυο άνω των 10.000 χιλιομέτρων που συνδέει περίπου 80 πόλεις, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εργάζεται στην κατασκευή ενός πολυεθνικού κβαντικού συστήματος ασφαλείας. Η διαφορά βρίσκεται στην προσέγγιση: η Ιαπωνία θέλει κάτι λειτουργικό σε εθνική κλίμακα, όχι απλώς ερευνητικό.
Πέρα όμως από την τεχνολογία, το project έχει και μια άλλη διάσταση: τη στρατηγική. Η Ιαπωνία φιλοδοξεί το δίκτυο αυτό να αποτελέσει σύμβολο τεχνολογικής αυτονομίας, ένα εργαλείο που θα της επιτρέψει να υπογράψει διεθνείς συμφωνίες, να εξάγει τεχνογνωσία και να επαναβεβαιώσει τη θέση της ως παρέχων ψηφιακής ασφάλειας.