Μια ιστορική υπόθεση που θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται η χρήση των social media ετοιμάζεται να ξεκινήσει στις ΗΠΑ. Ένας δικαστής στο Λος Άντζελες αποφάσισε ότι ο Mark Zuckerberg, CEO της Meta, ο Adam Mosseri, επικεφαλής του Instagram, και ο Evan Spiegel, CEO της Snap, θα πρέπει να καταθέσουν προσωπικά στη δίκη που αφορά τον εθισμό των χρηστών — και κυρίως των εφήβων — στις πλατφόρμες τους. Η δίκη έχει προγραμματιστεί να ξεκινήσει τον Ιανουάριο και αναμένεται να τραβήξει τα βλέμματα όλου του τεχνολογικού κόσμου.
Η υπόθεση αποτελεί την πρώτη από μια σειρά αγωγών που κατηγορούν τις μεγάλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης για τη δημιουργία εθιστικών μηχανισμών που επηρεάζουν αρνητικά την ψυχική υγεία των νέων. Η δικαστής Carolyn B. Kuhl τόνισε ότι η μαρτυρία των ίδιων των CEOs είναι «μοναδικά σχετική», καθώς μπορεί να αποκαλύψει εάν γνώριζαν για τις επιπτώσεις των προϊόντων τους και αν απέτυχαν να λάβουν μέτρα για την αποφυγή αυτών των επιπτώσεων. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στην απόφασή της, η κατάθεσή τους θα μπορούσε να αποδείξει «αμέλεια ή επικύρωση αμελούς συμπεριφοράς».
Η Meta και η Snap προσπάθησαν να εμποδίσουν τη διαδικασία, ζητώντας εξαίρεση των κορυφαίων στελεχών τους από την υποχρέωση να καταθέσουν. Οι δικηγόροι της Meta υποστήριξαν ότι μια τέτοια ενέργεια θα δημιουργούσε επικίνδυνο προηγούμενο, επιτρέποντας στους ενάγοντες να καλούν CEOs σε κάθε μελλοντική υπόθεση κατά των social media.
Από την πλευρά της, η Snap εξέδωσε δήλωση μέσω των νομικών της εκπροσώπων, τονίζοντας ότι η απόφαση του δικαστηρίου «δεν επηρεάζει καθόλου την εγκυρότητα των ισχυρισμών των εναγόντων» και πως ανυπομονεί να αποδείξει ότι «οι κατηγορίες κατά του Snapchat είναι εσφαλμένες, τόσο πραγματικά όσο και νομικά».
Η δίκη εστιάζει στο κατά πόσο οι πλατφόρμες όπως το Instagram και το Snapchat έχουν σχεδιαστεί με τρόπο που ενθαρρύνει τον εθισμό και προωθεί τη σteυνεχή χρήση, ιδίως μεταξύ των ανηλίκων. Οι αγωγές υποστηρίζουν ότι οι εταιρείες γνώριζαν για τους κινδύνους που συνδέονται με την υπερβολική χρήση, αλλά επέλεξαν να μην τροποποιήσουν τις λειτουργίες τους, προκειμένου να διατηρήσουν την αλληλεπίδραση και τα διαφημιστικά έσοδα.
Οι ενάγοντες επικαλούνται εσωτερικά έγγραφα και μελέτες που, όπως λένε, δείχνουν ότι οι ίδιες οι εταιρείες είχαν επίγνωση των επιπτώσεων της συνεχούς χρήσης στις ψυχικές υγειές των εφήβων. Παρόμοιες κατηγορίες έχουν διατυπωθεί και στο παρελθόν, ιδίως μετά τις αποκαλύψεις της Frances Haugen, της whistleblower της Meta, που έφερε στο φως έρευνες του Instagram οι οποίες αναγνώριζαν την επιβλαβή επίδραση της πλατφόρμας στην αυτοεικόνα των νεαρών χρηστών.
Μια δίκη με ευρύτερες συνέπειες
Η δίκη του Ιανουαρίου θεωρείται ορόσημο, καθώς θα είναι η πρώτη φορά που οι επικεφαλής των μεγαλύτερων social media θα κληθούν να δώσουν λόγο σε δικαστήριο για τον ρόλο των πλατφορμών τους στην ψυχολογική και κοινωνική ευημερία των χρηστών. Αν το δικαστήριο αποφανθεί ότι υπήρξε αμέλεια ή σκόπιμη αδιαφορία, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για ακόμη περισσότερες αγωγές, αλλά και για αυστηρότερη νομοθεσία σχετικά με τη λειτουργία των εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης.
Για πολλούς παρατηρητές, η υπόθεση θυμίζει τις δίκες που δόθηκαν εναντίον των καπνοβιομηχανιών στις δεκαετίες του ’90 και του 2000, όταν οι εταιρείες αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τις επιπτώσεις των προϊόντων τους στην υγεία. Αντίστοιχα, μια ενδεχόμενη καταδίκη των Meta και Snap θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά το νομικό πλαίσιο γύρω από την ευθύνη των τεχνολογικών εταιρειών για τις ψυχολογικές επιπτώσεις των προϊόντων τους.
Η πίεση προς τις μεγάλες πλατφόρμες έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς κυβερνήσεις και γονείς σε όλο τον κόσμο ζητούν μέτρα προστασίας για τους ανήλικους χρήστες. Η Meta, η Snap και η ByteDance (TikTok) έχουν βρεθεί στο επίκεντρο ερευνών σχετικά με την επίδραση των αλγορίθμων τους στη συμπεριφορά των εφήβων και τη σύνδεσή τους με φαινόμενα όπως το άγχος, η κατάθλιψη και οι διατροφικές διαταραχές.
Στις ΗΠΑ, αρκετές Πολιτείες —μεταξύ αυτών η Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη— έχουν ήδη ξεκινήσει συλλογικές αγωγές, ενώ στο Κογκρέσο προωθούνται νομοσχέδια που επιδιώκουν να επιβάλουν περιορισμούς στις πρακτικές συλλογής δεδομένων και στις ειδοποιήσεις που κρατούν τους χρήστες «κολλημένους» στις οθόνες τους.
Για τις δύο εταιρείες, η υπόθεση δεν είναι απλώς μια νομική πρόκληση αλλά και μια κρίσιμη δοκιμασία δημοσίων σχέσεων. Ο Zuckerberg και ο Mosseri έχουν επιχειρήσει τα τελευταία χρόνια να προωθήσουν την εικόνα του Instagram ως μιας πιο «υγιούς» και ελεγχόμενης πλατφόρμας, παρουσιάζοντας νέα εργαλεία γονικού ελέγχου και περιορισμού του χρόνου χρήσης. Αντίστοιχα, ο Evan Spiegel έχει τονίσει ότι το Snapchat «προωθεί την επικοινωνία μεταξύ φίλων» και όχι την ατελείωτη κατανάλωση περιεχομένου.
Παρόλα αυτά, το ερώτημα που θα τεθεί στο δικαστήριο είναι απλό: γνώριζαν οι εταιρείες για τον εθιστικό χαρακτήρα των προϊόντων τους και, αν ναι, γιατί δεν έδρασαν εγκαίρως;
[source]