Μετά την Intel, οι ΗΠΑ θέλουν μερίδιο και στη Samsung!

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ φαίνεται να αλλάζει στάση απέναντι στις γενναιόδωρες επιδοτήσεις που έχει δεσμευθεί να χορηγήσει σε κολοσσούς της παγκόσμιας βιομηχανίας ημιαγωγών, όπως η Samsung, η Intel, η Micron και η TSMC. Αντί να προσφέρει απλώς κεφάλαια στο πλαίσιο του CHIPS Act, εξετάζεται πλέον το ενδεχόμενο η Ουάσιγκτον να απαιτήσει μετοχικό μερίδιο στις εταιρείες που θα λάβουν χρηματοδότηση.

Η αρχική φιλοσοφία του προγράμματος ήταν σαφής: δισεκατομμύρια δολάρια σε επιχορηγήσεις και φορολογικά κίνητρα, ώστε οι μεγάλοι κατασκευαστές μικροτσίπ να δημιουργήσουν ή να επεκτείνουν εργοστάσια παραγωγής στις ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο, η Ουάσιγκτον επιδιώκει να μειώσει την εξάρτηση από την Ασία, να ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία και να θωρακίσει την εθνική ασφάλεια απέναντι σε γεωπολιτικές αναταράξεις.

Ωστόσο, σύμφωνα με αποκαλύψεις του Reuters, ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Howard Lutnick επεξεργάζεται ένα διαφορετικό μοντέλο: οι επιδοτήσεις δεν θα είναι πλέον «δωρεάν χρήμα», αλλά θα συνοδεύονται από μετοχική συμμετοχή του κράτους στις εταιρείες που τις αποδέχονται. Εάν αυτό προχωρήσει, η αμερικανική κυβέρνηση θα αποκτήσει, έστω και σε μικρό ποσοστό, μετοχές σε μερικές από τις ισχυρότερες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο.

Το ενδιαφέρον στρέφεται καταρχάς στην Intel, με πηγές να αναφέρουν ότι ήδη συζητείται η απόκτηση μεριδίου 10% από το αμερικανικό Δημόσιο. Αν επιβεβαιωθεί μια τέτοια συμφωνία, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι το μοντέλο θα εφαρμοστεί και σε άλλους κολοσσούς, μεταξύ των οποίων και η Samsung.

Η νοτιοκορεατική εταιρεία έχει ήδη λάβει έγκριση για επιχορήγηση ύψους 4,74 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο πλαίσιο του CHIPS Act, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του ποσού δεν έχει ακόμη εκταμιευθεί. Έτσι, η Ουάσιγκτον διατηρεί τη δυνατότητα να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους της συμφωνίας.

Το πώς θα αντιδράσει η Samsung σε μια τέτοια πρόταση παραμένει άγνωστο, καθώς η εταιρεία μέχρι στιγμής αποφεύγει να σχολιάσει τις σχετικές αναφορές. Το σενάριο, πάντως, δημιουργεί πολλαπλές προεκτάσεις. Από τη μία, η αποδοχή μιας συμμετοχής του αμερικανικού κράτους θα μπορούσε να διευκολύνει την περαιτέρω επέκταση της εταιρείας στις ΗΠΑ, όπου ήδη κατασκευάζει νέες εγκαταστάσεις παραγωγής. Από την άλλη, όμως, εγείρονται ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και ελέγχου, δεδομένου ότι η Samsung αποτελεί τον μεγαλύτερο και πιο στρατηγικής σημασίας τεχνολογικό όμιλο της Νότιας Κορέας.

Η Σεούλ ενδέχεται να αντιμετωπίσει με σκεπτικισμό μια τέτοια εξέλιξη. Παρά τις στενές συμμαχικές σχέσεις με την Ουάσιγκτον, το ενδεχόμενο να κατέχει ξένη κυβέρνηση μερίδιο σε έναν πυλώνα της εθνικής οικονομίας θα μπορούσε να θεωρηθεί απειλή για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας. Η κορεατική κυβέρνηση πιθανότατα θα κληθεί να σταθμίσει προσεκτικά το κόστος και τα οφέλη μιας τέτοιας συμφωνίας.

Παράλληλα, η συζήτηση αυτή φωτίζει και μια ευρύτερη αλλαγή φιλοσοφίας στην αμερικανική βιομηχανική πολιτική. Η Ουάσιγκτον δεν θέλει πλέον να λειτουργεί μόνο ως χορηγός της παγκόσμιας βιομηχανίας μικροτσίπ. Αντιθέτως, επιχειρεί να αποκτήσει πιο ενεργό ρόλο, διασφαλίζοντας συμμετοχή και ενδεχομένως λόγο σε στρατηγικές αποφάσεις των εταιρειών. Αυτό θα μπορούσε να έχει σημαντικές γεωπολιτικές προεκτάσεις, ειδικά σε μια εποχή όπου η τεχνολογική πρωτοκαθεδρία αποτελεί ζήτημα εθνικής ισχύος.

Για τη Samsung, η απόφαση θα είναι κρίσιμη. Η αμερικανική αγορά είναι εξαιρετικά σημαντική, τόσο ως τόπος παραγωγής όσο και ως στρατηγικός σύμμαχος. Ωστόσο, το να δεχθεί μετοχική συμμετοχή της αμερικανικής κυβέρνησης σημαίνει ότι θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στις πιέσεις της Ουάσιγκτον και στις πιθανές αντιδράσεις της Σεούλ.

Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή και θα δείξει αν η νέα τακτική της Ουάσιγκτον θα εφαρμοστεί τελικά μόνο στην Intel ή αν θα επεκταθεί και σε άλλους τεχνολογικούς κολοσσούς, αλλάζοντας το τοπίο στην παγκόσμια αγορά ημιαγωγών.

[via]

Loading