Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άνοιξε επίσημη αντιμονοπωλιακή έρευνα κατά της Google, αυτή τη φορά για τον τρόπο που εφαρμόζει την πολιτική “site reputation abuse” στο Google Search και τον αντίκτυπο που έχει στα αποτελέσματα αναζήτησης των εκδοτών. Η εξέλιξη προσθέτει ακόμη ένα επεισόδιο στην ήδη τεταμένη σχέση ανάμεσα στη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης και στον αμερικανικό τεχνολογικό κολοσσό, που βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο των ρυθμιστικών αρχών της Ευρώπης.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Google χρησιμοποιεί την πολιτική anti-spam για να υποβαθμίζει στις αναζητήσεις ιστοσελίδες ειδησεογραφικών οργανισμών και άλλων εκδοτών όταν φιλοξενούν περιεχόμενο από εμπορικούς συνεργάτες τους. Με άλλα λόγια, sites που δίνουν χώρο σε τρίτους, ένα συχνά απολύτως νόμιμο και ευρέως διαδεδομένο μοντέλο monetization, φαίνεται να χάνουν σημαντική ορατότητα στα αποτελέσματα αναζήτησης.
Η Επιτροπή εξέφρασε ανησυχία ότι η πρακτική αυτή ενδέχεται να περιορίζει την ελευθερία των εκδοτών να ασκούν νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα, να καινοτομούν ή να συνεργάζονται με παρόχους περιεχομένου. Αν επιβεβαιωθούν οι υποψίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κληθεί να αποφασίσει αν η Google χρησιμοποίησε ένα εργαλείο anti-spam ως μοχλό οικονομικού ελέγχου εις βάρος των μέσων ενημέρωσης και άλλων online επιχειρήσεων.
Από την πλευρά της Google, η απάντηση ήταν άμεση και ιδιαίτερα αιχμηρή. Σε σχετική ανάρτηση, ο Pandu Nayak, chief scientist του Search, χαρακτήρισε την έρευνα «παρερμηνευμένη» και «επικίνδυνη», υποστηρίζοντας ότι απειλεί να βλάψει εκατομμύρια χρήστες στην Ευρώπη. Ο Nayak τόνισε ότι η πολιτική anti-spam δεν στοχεύει τους εκδότες αλλά τα παραπλανητικά sites που δημοσιεύουν υλικό τρίτων μόνο για να καβαλήσουν το κύμα της υψηλής κατάταξης στις αναζητήσεις. Ανέφερε επίσης ότι γερμανικό δικαστήριο έχει ήδη απορρίψει παρόμοια αγωγή, κρίνοντας την πολιτική ως έγκυρη, λογική και συνεπή.
Η Google επιμένει ότι χωρίς αυστηρούς κανόνες κατά των pay-for-play πρακτικών, τα αποτελέσματα αναζήτησης θα έχαναν την αξιοπιστία τους και θα υποβάθμιζαν την εμπειρία των χρηστών. Με βάση τη δική της οπτική, η πολιτική της προστατεύει το οικοσύστημα του web και διασφαλίζει ότι περιεχόμενο υψηλής ποιότητας δεν υποσκελίζεται από ιστοσελίδες που εκμεταλλεύονται τεχνητά την κατάταξη.
Η έρευνα της Επιτροπής διεξάγεται υπό το νομικό πλαίσιο του Digital Markets Act (DMA), του θεσμικού εργαλείου με το οποίο η Ε.Ε. επιχειρεί να θέσει όρια στους λεγόμενους gatekeepers της ψηφιακής οικονομίας. Το Google Search έχει χαρακτηριστεί από το 2023 “core platform service”, επιτρέποντας στις Βρυξέλλες να το ελέγχουν με αυστηρότερους κανόνες. Η Google βρίσκεται επίσης αντιμέτωπη με άλλη, παράλληλη έρευνα για πιθανή παραβίαση του DMA λόγω αυτοπροώθησης των δικών της υπηρεσιών μέσα στο Search.
Οι πιθανές συνέπειες δεν είναι αμελητέες. Αν η Κομισιόν καταλήξει στο ότι η Google έχει παραβιάσει το DMA, μπορεί να επιβάλει πρόστιμο που φτάνει έως και το 10% του παγκόσμιου ετήσιου τζίρου της Alphabet — ποσοστό που θα μεταφραζόταν σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Σε περίπτωση μάλιστα που η παράβαση κριθεί συστηματική, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το νομικό δικαίωμα να προχωρήσει σε ακόμη πιο δραστικές λύσεις: διάσπαση δραστηριοτήτων, περιορισμό εξαγορών ή ακόμη και απαγόρευση συγχωνεύσεων που συνδέονται με το επίμαχο πεδίο.
Για τους εκδότες, η έρευνα αυτή θεωρείται από πολλούς κομβική στιγμή. Πολλά μέσα ενημέρωσης έχουν διαμαρτυρηθεί τα τελευταία χρόνια ότι η κυριαρχία του Google Search στο διαδίκτυο καταλήγει να καθορίζει όχι μόνο την ορατότητα αλλά και τη βιωσιμότητά τους, σε μια εποχή που οι ψηφιακές διαφημίσεις και οι συνεργασίες με τρίτους αποτελούν κρίσιμη πηγή εσόδων. Στο κέντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται ένα θεμελιώδες ερώτημα: μπορεί ένας τεχνολογικός κολοσσός να ελέγχει μονόπλευρα ποιες πρακτικές monetization είναι αποδεκτές στο web;
Η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στα αρχικά στάδια, αλλά η πορεία της θα είναι καθοριστική τόσο για τις σχέσεις Google – Ε.Ε. όσο και για το μέλλον του οικοσυστήματος ενημέρωσης στο Διαδίκτυο.