Οι πληροφορίες των προηγούμενων ημερών επιβεβαιώθηκαν πλήρως πριν από λίγη ώρα. Ο Donald Trump προκάλεσε για ακόμη μία φορά αίσθηση, ανακοινώνοντας ότι οι ΗΠΑ θα αποκτήσουν ποσοστό 10% στην Intel, σε μια συμφωνία που εκτιμάται γύρω στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ανακοίνωση έγινε σε συνέντευξη Τύπου την Παρασκευή, με τον ίδιο τον Πρόεδρο να δηλώνει ότι ο CEO της Intel, Lip-Bu Tan, συναίνεσε στο να παραχωρήσει το μερίδιο αυτό στην αμερικανική κυβέρνηση.
Η κίνηση έρχεται λίγες εβδομάδες αφότου ο Trump είχε ζητήσει την παραίτηση του Tan λόγω των δεσμών του με την Κίνα. Σήμερα, όμως, παρουσίασε τη συμφωνία ως μια ευκαιρία που δίνει στον επικεφαλής της εταιρείας τη δυνατότητα να «κρατήσει τη δουλειά του». Όπως είπε χαρακτηριστικά, κατά τις διαπραγματεύσεις πρότεινε ο ίδιος το σχέδιο: «Νομίζω ότι θα ήταν καλό να έχετε τις ΗΠΑ ως εταίρο σας. Συμφώνησαν και θεωρώ ότι είναι μια εξαιρετική συμφωνία γι’ αυτούς».
Η ανακοίνωση της συμφωνίας με την Intel έρχεται σε μια περίοδο έντονων κινήσεων στον τομέα των ημιαγωγών στις ΗΠΑ. Μόλις πριν από λίγες ημέρες, η SoftBank γνωστοποίησε την πρόθεσή της να επενδύσει 2 δισεκατομμύρια δολάρια στην Intel, με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής τσιπ επί αμερικανικού εδάφους. Η παράλληλη είσοδος της κυβέρνησης στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας προσθέτει μια νέα διάσταση σε αυτές τις προσπάθειες, ενισχύοντας την εικόνα της Intel ως στρατηγικού πυλώνα για την εθνική ασφάλεια και την τεχνολογική αυτάρκεια των ΗΠΑ.
Παρά την επιβεβαίωση του Trump, η Intel αρνήθηκε να σχολιάσει δημοσίως τις εξελίξεις. Ωστόσο, η σιωπή της δεν είναι ασυνήθιστη σε τέτοιου είδους συμφωνίες, ειδικά όταν εμπλέκονται ζητήματα γεωπολιτικής σημασίας και άμεσης κυβερνητικής εμπλοκής.
Η συμμετοχή του αμερικανικού κράτους στην Intel δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Αντιθέτως, εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική της κυβέρνησης Trump να ελέγξει και να κατευθύνει την αγορά των ημιαγωγών, ιδιαίτερα σε σχέση με την Κίνα. Σύμφωνα με πληροφορίες, η διοίκηση έχει ζητήσει από την Nvidia και την AMD να παραχωρήσουν ποσοστό 15% των πωλήσεών τους προς την Κίνα στην αμερικανική κυβέρνηση.
Η προσέγγιση αυτή έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση, καθώς θεωρείται ότι θολώνει τα παραδοσιακά όρια ανάμεσα σε κράτος και ιδιωτικό τομέα. Για τον Trump, όμως, αυτή η στρατηγική μοιάζει να είναι προέκταση της επιχειρηματικής του φιλοσοφίας, βασισμένης σε «σκληρά παζάρια» και άμεσες συμφωνίες που εξυπηρετούν το αμερικανικό συμφέρον.
Ο υπουργός Οικονομικών Scott Bessent άφησε να εννοηθεί νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα ότι η επένδυση στην Intel θα αποτελέσει ουσιαστικά «μετατροπή επιδοτήσεων» με στόχο τη σταθεροποίηση της εταιρείας και την ενίσχυση της παραγωγής τσιπ στις ΗΠΑ. Σε δηλώσεις του στο CNBC σημείωσε ότι πρόκειται για μια κίνηση που συνδέεται άμεσα με την ανάγκη διασφάλισης της αλυσίδας εφοδιασμού, καθώς οι ημιαγωγοί αποτελούν κρίσιμο στοιχείο για τη βιομηχανία, την άμυνα και την τεχνολογία.
Διαβάστε επίσης
Η κυβερνητική συμμετοχή στην Intel δείχνει ότι η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει πλέον τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες όχι απλώς ως επιχειρηματικές οντότητες, αλλά ως στρατηγικούς εταίρους για την εθνική ασφάλεια. Το στοίχημα για την κυβέρνηση Trump είναι να δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου η παραγωγή θα παραμείνει σε αμερικανικό έδαφος, μειώνοντας την εξάρτηση από ξένες αγορές και ιδιαίτερα από την Κίνα.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, ο Trump δεν έκρυψε ότι η συμφωνία με την Intel αποτελεί μόνο την αρχή. Δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «θα κάνει κι άλλες τέτοιες συμφωνίες» στο μέλλον, αφήνοντας να εννοηθεί πως η στρατηγική της άμεσης κυβερνητικής εμπλοκής στις μεγάλες επιχειρήσεις θα συνεχιστεί.
Η ανακοίνωση αυτή συνδέεται με την ευρύτερη προσπάθεια του Λευκού Οίκου να προσελκύσει επενδύσεις και να ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία σε τομείς αιχμής. Παράλληλα, όμως, εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο μια τέτοια πολιτική μπορεί να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα χωρίς να δημιουργήσει εντάσεις με τις ίδιες τις εταιρείες ή να αποθαρρύνει ιδιωτικές επενδύσεις.
[via]