Ο CEO της Intel αμφισβητεί την ανάγκη κρατικών επιχορηγήσεων από τις ΗΠΑ

Η πρόσφατη είδηση ότι η αμερικανική κυβέρνηση απέκτησε μερίδιο 10% στην Intel, στο πλαίσιο του προγράμματος CHIPS Act, έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις στην αγορά τεχνολογίας και επενδύσεων. Ο CEO της εταιρείας, Lip-Bu Tan, εξέφρασε δημόσια τον σκεπτικισμό του για τις συνέπειες αυτής της συμφωνίας, προειδοποιώντας ότι μπορεί να δημιουργήσει σοβαρούς κινδύνους για την παρουσία της Intel σε διεθνείς αγορές.

Σε βίντεο που ανάρτησε το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ, ο Tan υπογράμμισε πως η εταιρεία δεν έχει πραγματική ανάγκη από κυβερνητικές επιχορηγήσεις. Τόνισε μάλιστα ότι, αν και «ανυπομονεί να έχει την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως μέτοχο», η είσοδος του κράτους στη μετοχική σύνθεση ενδέχεται να επιβαρύνει περισσότερο παρά να ωφελήσει.

Οι ανησυχίες της Intel καταγράφηκαν και σε σχετική κατάθεση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC). Η εταιρεία προειδοποίησε για πιθανές «αρνητικές αντιδράσεις» από επενδυτές, εργαζομένους, πελάτες, προμηθευτές, εμπορικούς συνεργάτες, αλλά και από ξένες κυβερνήσεις και ανταγωνιστές. Παράλληλα, η Intel επισήμανε ότι αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό θα μπορούσαν να επηρεάσουν ή ακόμη και να ακυρώσουν την τρέχουσα συμφωνία, δημιουργώντας αβεβαιότητα για τους μετόχους.

Στην ίδια κατάθεση, η εταιρεία προειδοποίησε για πιθανή αύξηση της δημόσιας και πολιτικής κριτικής, αλλά και για τον κίνδυνο να προκύψουν δικαστικές διαμάχες σε σχέση με τη συμφωνία. Με άλλα λόγια, το διακύβευμα δεν αφορά μόνο την οικονομική διάσταση, αλλά και την εικόνα της Intel τόσο στην αμερικανική όσο και στη διεθνή κοινή γνώμη.

Ο προβληματισμός της διοίκησης φαίνεται εύλογος αν αναλογιστεί κανείς ότι η Intel στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε εξαγωγές. Το 2024, το 76% των εσόδων της προήλθε από αγορές εκτός ΗΠΑ, με την Κίνα να κατέχει μερίδιο σχεδόν 30% στο σύνολο των πωλήσεων. Μια στενότερη σύνδεση με την αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να εκληφθεί αρνητικά από ξένους εταίρους, θέτοντας σε κίνδυνο σημαντικά μερίδια αγοράς.

Το κλίμα στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Πεκίνου ενισχύει αυτές τις ανησυχίες. Πρόσφατα, οι κινεζικές αρχές ξεκίνησαν έρευνα για την Nvidia, κατηγορώντας την για «κρυφά backdoors» στους επεξεργαστές τεχνητής νοημοσύνης που κατασκευάζει. Παρά τις διαψεύσεις της εταιρείας, το Πεκίνο φέρεται να συνέστησε σε τοπικές επιχειρήσεις να σταματήσουν τις αγορές chips από την Nvidia. Μια παρόμοια στοχοποίηση της Intel θα μπορούσε να έχει βαρύτατες συνέπειες για τα οικονομικά της μεγέθη.

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Υπουργός Εμπορίου Howard Lutnick ανακοίνωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση αγόρασε 433,3 εκατομμύρια μετοχές της Intel στην τιμή των 20,47 δολαρίων ανά μετοχή. Η κίνηση αυτή αντιστοιχεί σε μερίδιο 10% της εταιρείας. Ωστόσο, η Intel προειδοποίησε ότι η πώληση μετοχών στο κράτος με έκπτωση, σε σχέση με την τιμή κλεισίματος της αγοράς, οδηγεί σε απομείωση της αξίας για τους υφιστάμενους μετόχους. Η διαφορά υπολογίζεται σε περίπου 4 δολάρια ανά μετοχή, γεγονός που θεωρείται σημαντικό σε μια εταιρεία τέτοιου μεγέθους.

Οι εξελίξεις αυτές θέτουν σε νέο πλαίσιο τη σχέση κράτους – τεχνολογικών κολοσσών. Από τη μία, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή chips ώστε να μειώσει την εξάρτηση από την Ασία, μέσα από τον CHIPS Act. Από την άλλη, οι ίδιες οι εταιρείες εκφράζουν τον φόβο ότι η υπερβολική εμπλοκή της κυβέρνησης μπορεί να βλάψει τη διεθνή τους θέση, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπου η γεωπολιτική αντιπαράθεση με την Κίνα κορυφώνεται.

Η τοποθέτηση του Lip-Bu Tan δείχνει μια ευρύτερη τάση αμηχανίας στον τεχνολογικό κλάδο. Οι εταιρείες αναγνωρίζουν ότι η στήριξη από το κράτος προσφέρει κεφάλαια και σταθερότητα, αλλά ταυτόχρονα φοβούνται ότι θα γίνουν πιόνια σε ένα γεωπολιτικό παιχνίδι που μπορεί να περιορίσει την ευελιξία τους. Για μια πολυεθνική όπως η Intel, η οποία έχει χτίσει την επιτυχία της σε παγκόσμιες συνεργασίες και εξαγωγές, η πρόκληση είναι ακόμη μεγαλύτερη.

[via]

Loading