Η αντιπαλότητα μεταξύ Sam Altman και Elon Musk, που μέχρι πρόσφατα περιοριζόταν στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, φαίνεται πως περνά σε ένα νέο και πιο… βιολογικό επίπεδο: τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του The Verge, ο CEO της OpenAI επενδύει πλέον σε ένα πρωτοποριακό εγχείρημα διεπαφής εγκεφάλου-υπολογιστή (brain-computer interface), το οποίο υπόσχεται να συνδέσει τον νου με τη μηχανή χωρίς να απαιτείται καμία χειρουργική επέμβαση.
Κεντρικό ρόλο στο εγχείρημα αναμένεται ότι θα διαδραματίσει ο Mikhail Shapiro, βιομοριακός μηχανικός και καθηγητής στο Caltech, γνωστός για τις έρευνές του πάνω στη χρήση ηχητικών κυμάτων και μαγνητικών πεδίων για επικοινωνία με νευρώνες. Ο Shapiro ηγείται της επιστημονικής ομάδας της Merge Labs, μιας startup που ιδρύθηκε από τον Altman σε συνεργασία με τον Alex Blania, γνωστό για τη συμμετοχή του στο αμφιλεγόμενο Worldcoin.
Το όραμα του Merge Labs είναι σαφές: να δημιουργήσει μια τεχνολογία ικανή να «διαβάζει» και να μεταδίδει εγκεφαλικά σήματα προς εξωτερικές συσκευές, χωρίς καμία επεμβατική διαδικασία. Αντί για ηλεκτρόδια ή μικροτσίπ εμφυτευμένα στον εγκέφαλο, η ομάδα του Shapiro πειραματίζεται με υπερηχητικά κύματα που μπορούν να εντοπίζουν και να επηρεάζουν τη δραστηριότητα των νευρώνων από απόσταση. Αν αυτή η προσέγγιση αποδειχθεί αποτελεσματική, θα αποτελέσει μια ριζική ανατροπή απέναντι στη μεθοδολογία της Neuralink, η οποία βασίζεται σε χειρουργική τοποθέτηση εμφυτεύσιμου chip μέσα στον εγκέφαλο.
Η Neuralink του Elon Musk επιχειρεί να κάνει πράξη ένα παλιό όνειρο της επιστημονικής φαντασίας: τον πλήρη έλεγχο ηλεκτρονικών συσκευών μόνο με τη σκέψη. Η πρώτη ανθρώπινη εμφύτευση chip το 2024 έδειξε εντυπωσιακή πρόοδο, με ασθενείς να καταφέρνουν να χειρίζονται υπολογιστές και ρομποτικούς βραχίονες νοητικά. Ωστόσο, ταυτόχρονα εμφανίστηκαν προβλήματα σταθερότητας του σήματος και αξιοπιστίας της συσκευής.
Πέρα από τα τεχνικά ζητήματα, η Neuralink αντιμετωπίζει και έντονες ηθικές και ιατρικές ανησυχίες. Η διαδικασία απαιτεί πλήρη νευροχειρουργική επέμβαση, με όλους τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται – αιμορραγίες, λοιμώξεις, ακόμη και απόρριψη των μικροηλεκτροδίων από τον οργανισμό. Παρά τη γοητεία του τεχνολογικού θαύματος, το εγχείρημα του Musk εξακολουθεί να κινείται σε λεπτή γραμμή μεταξύ καινοτομίας και επικινδυνότητας.
Ο Altman, αντιθέτως, δείχνει να επιλέγει μια πιο διακριτική διαδρομή. Η ιδέα του να χρησιμοποιούνται ηχητικά κύματα για την επικοινωνία με τον εγκέφαλο υπόσχεται μια επανάσταση χωρίς νυστέρι. Αντί για χειρουργικές τομές, η τεχνολογία αυτή θα βασίζεται σε ακουστικές συντονίσεις που θα ενεργοποιούν συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου με απόλυτη ακρίβεια.
Σε πρόσφατη ομιλία του, ο Shapiro ανέφερε ότι οι υπερηχητικές τεχνικές μπορούν όχι μόνο να διεγείρουν νευρώνες αλλά και να καταγράφουν σήματα με υψηλή ευκρίνεια, ανοίγοντας τον δρόμο για διεπαφές που θα μπορούσαν να «φοριούνται» όπως ένα ακουστικό ή ένα headset, αντί να εμφυτεύονται στο κρανίο. Αν αυτό το μοντέλο αποδειχθεί λειτουργικό, θα μπορούσε να καταστήσει τη νευροτεχνολογία πιο προσβάσιμη, οικονομική και ασφαλή για τον μέσο άνθρωπο.
Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι δύο άνδρες, που πριν από δέκα χρόνια συνίδρυσαν την OpenAI με σκοπό να προωθήσουν μια «φιλική» τεχνητή νοημοσύνη για το καλό της ανθρωπότητας, καταλήγουν τώρα να ανταγωνίζονται στο πιο ευαίσθητο πεδίο όλων: τη διασύνδεση ανθρώπου και μηχανής.
Ο Musk βλέπει το Neuralink ως μέσο για να «συγχωνευθεί» ο άνθρωπος με την AI και να αποφευχθεί η υπεροχή των μηχανών. Ο Altman, από την άλλη, φαίνεται να επιδιώκει μια μορφή συνύπαρξης, όπου ο εγκέφαλος επικοινωνεί με την τεχνολογία χωρίς να χάνει την αυτονομία του.
Αν το Merge Labs καταφέρει να αποδείξει ότι η επικοινωνία με τον εγκέφαλο είναι εφικτή χωρίς χειρουργικές τομές, η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να μεταμορφώσει ολόκληρο τον κλάδο της νευροτεχνολογίας. Οι εφαρμογές είναι τεράστιες: από τη θεραπεία νευρολογικών παθήσεων μέχρι τον έλεγχο υπολογιστών, ρομπότ ή ακόμη και οχημάτων με τη σκέψη.
[source]